ἐξηγορία

ἐξηγορία
-ας N 1 0-0-0-2-0=2 Jb 22,22; 33,26
utterance Jb 33,26; confession Jb 22,22; neol.

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐξηγορία — ἐξηγορίᾱ , ἐξηγορία utterance fem nom/voc/acc dual ἐξηγορίᾱ , ἐξηγορία utterance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξηγορία — ἐξηγορία, η (Α) [εξηγορώ] 1. κραυγή, εκφώνηση («εἰσελεύσεται προσώπῳ ἱλαρῷ σὺν ἐξηγορίᾳ», ΠΔ) 2. ομολογία, εξομολόγηση 3. υπόσχεση …   Dictionary of Greek

  • ἐξηγορίᾳ — ἐξηγορίᾱͅ , ἐξηγορία utterance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγορίας — ἐξηγορίᾱς , ἐξηγορία utterance fem acc pl ἐξηγορίᾱς , ἐξηγορία utterance fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγορίαν — ἐξηγορίᾱν , ἐξηγορία utterance fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”